-
1 utensil
σκεύος -
2 pojemnik
σκεύος -
3 сосуд
сосуд м 1) το σκεύος, το δοχείο, το αγγείο 2) анат. το αγγείο· кровеносные \сосуды τα αιμοφόρα αγγεία* * *м1) το σκεύος, το δοχείο, το αγγείο2) анат. το αγγείοкровено́сные сосу́ды — τα αιμοφόρα αγγεία
-
4 бисквит
1. (фарфоровое изделие) το σκεύος από πορσελάνη μη επικαλυμμένο με σμάλτο 2. пищ. το παντεσπάνι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бисквит
-
5 сосуд
1. (вместилище для жидкости или газа) το δοχεί/ο, το αγγείο, το σκεύος 2. анат. το αγγεί/οлимфатический - λυμφατικό/λεμφοφόρο -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сосуд
-
6 отпаивать
отпаивать Iнесов ξεκολλώ μετάλλινο σκεῦος.отпаивать IIнесов (молоком) ταΐζω (или τρέφω) μέ γάλα. -
7 посудина
посудинаж разг1. τό δοχεῖο(ν), τά ἀγγεῖο(ν), τό σκεῦος·2. (старое судно) τό παληοκάραβο, ὁ σκυλοπνίχτης. -
8 сосуд
сосудм1. τό δοχεῖο[ν], τό ἀγγεῖο[ν], τό σκεῦος·2. анат., биол., бот. τό ἀγγεῖο[ν]. -
9 утварь
утварьж τό σκεῦος:кухонная \утварь τά μαγειρικά σκεύη· домашняя \утварь τά οίκιακά σκεύη, τά σκεύη τοῦ νοικοκυριοῦ· церковная \утварь τά ἐκκλησιαστικά σκεύη. -
10 server
1) ((usually in plural) a utensil used in serving food: salad servers.) σκεύος σερβιρίσματος2) (a person who serves (a ball).) παίκτης που κάνει σερβίς -
11 utensil
[ju'tensl](an instrument or vessel used in everyday life: pots and pans and other kitchen utensils.) σκεύος -
12 бисквит
-а α.1. μπισκβίτ, αφέψημα σαν ραβανή χωρίς σιρόπι.2. σκεύος πορσελάνινο. -
13 сбежать
сбегу, сбежишь, сбегут ρ. σ.1. κατεβαίνω, κατέρχομαι, κατηφορίζω.2. ρέω, τρέχω• κυλώ•слеза -ла по щеке δάκρυ κύλισε στο μάγουλο.
|| φεύγω, λιώνω, σηκώνομαι•-ал снег σηκώθηκε το χιόνι.
|| βγαίνω, φεύγω• ξεβάφω, αποχρωματίζομαι•краска -ла βγήκε η μπογιά.
|| χάνομαι, εξαφανίζομαι•улыбка -ла χάθηκε το χαμόγελο.
3. ξεχειλίζω, χύνομαι (κατά το βράσιμο)•молоко -ло χύθηκε το γάλα (από το σκεύος).
4. δραπετεύω•сбежать из тюрьмы δραπετεύω από τη φυλακή.
|| φεύγω, το σκάζω•сбежать с уроков το σκάζω από τα μαθήματα.
1. συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι, συναθροίζομαι• συρρέω.2. παλ. συναντιέμαιτρέχοντας • συνωθούμαι τρέχοντας. -
14 судок
-дка α.1. σαλτσιέρα.2. σκεύος αλατοπίπερου• μουσταριέρα πιπεριερα• τα απαραίτητα του τραπεζιού.3. συσκευή μεταφοράς δοχείων με φαγητό. -
15 сухарница
-ы θ.σκεύος για φρυγανιές, μπισκότα κ.τ.τ. -
16 схлебать
ρ.σ.μ. παθ. μτχ. παρλθ. χρ. схлбэлный, βρ: -бан, -а, -о (απλ.)1. ρουφώ, πίνω λίγο (από το παραγεμισμένο σκεύος).2. τρώγω•схлебать суп τρώγω σούπα.
-
17 творило
-а ουδ.1. διαλυστήρι (σκεύος ή χώρος δ ιάλυσης σωμάτων).2. βλ. люк. -
18 Art
subs.Refinement: P. and V. μουσική, ἡ.Work of art: Ar. and P. σκεῦος, τό. V. τέχνη, ἡ, τέχνημα, τό, P. ἐργασία, ἡ.Skill, cleverness: P. and V. τέχνη, ἡ, σοφία, ἡ.The whole world of nature and art: P. πᾶν τὸ φυτευτὸν καὶ τὸ σκευαστὸν γένος (Plat., Rep. 510A).Producing all arts, adj.: V. πάντεχνος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Art
-
19 Article
subs.Clause in an agreement: P. γράμμα, τό (Thuc. 5, 29).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Article
-
20 Commodity
subs.Articles for sale: P. ὤνια, τά, ἀγοράσματα, τά.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Commodity
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σκεῦος — vessel neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκεύος — ους, το / σκεῡος εος, ΝΜΑ, και μτγν. τ. πληθ. σκέα και σκεῡα Α κάθε κινητό κατασκεύασμα, όπως λ.χ. αγγείο, δοχείο, εργαλείο, έπιπλο, που είναι χρήσιμο για τις ανάγκες τού ανθρώπου (α. «τοὺς έκλεψαν όλα τα χρυσά σκεύη» β. «κἂν ἐκβάλῃ σκεῡός τι… … Dictionary of Greek
σκεύος — το 1. κάθε κινητό πράγμα (εργαλείο, έπιπλο κτλ.) χρήσιμο για τις ανάγκες του ανθρώπου: Νοίκιασα ένα σπίτι εξοπλισμένο με οικιακά σκεύη. 2. φρ., «σκεύος της ψυχής», το σώμα μας. 3. «ιερά σκεύη», τα αντικείμενα που χρησιμοποιούνται στις διάφορες… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ζερβός, Σκεύος — (Κάλυμνος 1875 – Αθήνα 1966). Γιατρός και πανεπιστημιακός. Σπούδασε ιατρική στα πανεπιστήμια της Αθήνας, του Μονάχου, του Βερολίνου και της Βιέννης. Αρχικά, εργάστηκε ως βοηθός και κατόπιν ως επιμελητής στον Ευαγγελισμό. Ταξίδεψε έπειτα στις ΗΠΑ … Dictionary of Greek
δίσκος — Σκεύος, συνήθως μετάλλινο, ξύλινο ή γυάλινο, με το οποίο προσφέρονται αναψυκτικά, καφέδες, γλυκίσματα ή εδέσματα. Παλαιότερα οι δ. κατασκευάζονταν από πέτρα και ήταν απλές επίπεδες επιφάνειες. Με το πέρασμα του χρόνου έγιναν απαραίτητο οικιακό… … Dictionary of Greek
κηροπήγιο — Σκεύος για την τοποθέτηση ενός ή περισσότερων κεριών. Πρόδρομός του μπορεί να θεωρηθεί ο ξύλινος ρητινούχος πυρσός, που στερεωνόταν στο χώμα ή στα τοιχώματα των προϊστορικών σπηλαίων. Η παραδοσιακή μορφή του κ. είναι ετρουσκικής καταγωγής και… … Dictionary of Greek
κατάσκευος — κατάσκευος, ον (Α) φρ. «κατάσκευος οἶκος» σπίτι με όλα τα απαραίτητα έπιπλα και σκεύη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκευος (< σκεῦος), πρβλ. α παρά σκευος, έν σκευος] … Dictionary of Greek
κουφόσκευος — κουφόσκευος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) ελαφρά οπλισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο) (II)* + σκευος (< σκεῦος), πρβλ. α προ παρά σκευος, ομοιό σκευος] … Dictionary of Greek
αγγείο — I (Βοτ.). Το ξυλώδες στοιχείο που αποτελεί μέρος του κυκλοφορικού συστήματος των αγγειωδών φυτών· το σύνολο των α. συγκροτεί ένα πυκνό και πολύπλοκο δίκτυο αγωγών, που διατρέχει ολόκληρο το φυτικό σώμα από τις ρίζες έως τις νευρώσεις των φύλλων.… … Dictionary of Greek
καλάθι — Πλεχτό σκεύος από κλαδιά ιτιάς ή λυγαριάς ή από καλάμια. Ονομάζεται επίσης πανέρι, κοφίνι ή κόφα. Αρχικά, κ. ονομαζόταν από τους αρχαίους Έλληνες και τους Ρωμαίους κάθε σκεύος που είχε περίπου το σχήμα του σημερινού κ. Με αυτό μετέφεραν κυρίως… … Dictionary of Greek
ποτήρι — το / ποτήριον, ΝΜΑ, και ποτίρριον Α [ποτήρ] 1. δοχείο, συνήθως γυάλινο, με το οποίο πίνει κανείς ένα υγρό 2. η ποσότητα υγρού που περιέχει ένα τέτοιο δοχείο, το περιεχόμενό του («ήπιε πέντε ποτήρια μπίρα») 3. μτφ. θλίψη, στενοχώρια, πικρία,… … Dictionary of Greek